τόλμημα

τόλμημα
gözüpeklik, cesaretli eylem

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τόλμημα — adventure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόλμημα — το, ατος 1. τολμηρή πράξη, ηρωισμός, παλικαριά: Παρασημοφορήθηκε για το τόλμημά του. 2. πράξη θράσους, αναίδειας: Ήταν τόλμημα που μίλησε έτσι στον υπουργό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόλμημα — το, ΝΑ [τολμῶ] τολμηρή ενέργεια, θαρραλέα πράξη νεοελλ. (κατ επέκτ.) θρασεία πράξη αρχ. (σχετικά με λόγο) τολμηρή έκφραση …   Dictionary of Greek

  • τόλμημ' — τόλμημα , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc sg τόλμημι , τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind act 1st sg τόλμημαι , τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμημάτων — τόλμημα adventure neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήμασι — τόλμημα adventure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήμασιν — τόλμημα adventure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήματα — τόλμημα adventure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήματι — τόλμημα adventure neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήματος — τόλμημα adventure neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήμαθ' — τολμήματα , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc pl τολμήματι , τόλμημα adventure neut dat sg τολμήματε , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”